γναφευτικός

γναφευτικός
-ή, -ό (AM γναφευτικός, -ή, -όν, Α και κναφευτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γναφέα
2. το θηλ. ως ουσ. η γναφευτική
η τέχνη τού γναφέα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γναφευτική — γναφευτικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνάφος — και κνάφος, ο (Α) [κνάπτω] 1. το αγκαθωτό φυτό δίψακος ο γναφευτικός 2. χτένι τών μαλλιών, χτένι χρήσιμο για κατεργασία ερίων 3. βασανιστήριο όργανο σε σχήμα χτενιού …   Dictionary of Greek

  • γναφικός — ή, ό (AM γναφικός, ή, όν, Α και κναφικός, ή, όν) ο γναφευτικός …   Dictionary of Greek

  • κναφευτικός — κναφευτικός, ή, όν (Α) βλ. γναφευτικός …   Dictionary of Greek

  • νεροκράτης — ο 1. αυτός που ρυθμίζει τη ροή, τη διανομή τού νερού, υδρονόμος, υδρονομέας 2. πέτρινη λεκάνη για νερό, γούρνα, ποτίστρα 3. κοινή ονομασία τού φυτού που φέρει τη λόγια ονομασία δίψακος ο γναφευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + κράτης (< κρατώ),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”